Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

με αξιοπρέπεια

  • 1 достоинство

    достоинство с 1) η άξιο" πρέπεια с \достоинство ом με αξιοπρέπεια 2) (положительное качество) η αρετή, το προτέρημα, το χάρισμα 3) (стоимость денежного знака) η αξία
    * * *
    с
    1) η αξιοπρέπεια

    с досто́инством — με αξιοπρέπεια

    2) ( положительное качество) η αρετή, το προτέρημα, το χάρισμα

    Русско-греческий словарь > достоинство

  • 2 достоинство

    досто́инств||о
    с
    1. (уважение к себе) ἡ ἀξιοπρέπεια:
    чу́вство собственного \достоинствоа ὁ αὐτοσεβασμός, ἡ ἀξιοπρέπεια·
    2. (положительное качество) ἡ ἀξία, ἡ ἀρετή, τό προτέρημα, τό προσόν, τό πλεονέκτημα:
    \достоинство· книги ἡ ἀξἰα (или τά προτερήματα) τοῦ βιβλίου· у него много достоинств ἔχει πολλά προσόντα· оценить по \достоинствоу ἐκτιμώ κατ· ἀξίαν'
    3. (стоимость денежного знака) ἡ ἀξία:
    облигации \достоинствоом в 50 рублей ὁμολογίες ἀξίας πενήντα ρουβλίων.

    Русско-новогреческий словарь > достоинство

  • 3 тень

    -и, προθτ. о тени, в тени, πλθ. тени -ей θ.
    1. σκιά, ίσκιος•

    на солнце и в тени στον ήλιο και στον ίσκιο.

    2. σκοτεινό μέρος εικόνας•

    контрасты света и тени αντίθεση φωτός και σκιάς.

    || η ριχνόμενη σκιά•

    -человека η σκιά του ανθρώπου•

    тень башни η σκιά του πύργου.

    || έκφραση φόβου, θλίψης κ.τ.τ. грустные -и на е лице έκφραση θλίψης στο πρόσωπο της.
    3. μτφ. ίχνος αδύνατο, σημαδάκι•

    тень прошлого σκιά παρελθόντος•

    тень улыбки υποτυπώδες χαμόγελο•

    ни тень жалости ούτε σκιά οίκτου.

    4. σιλουέτα, φιγούρα.
    5. φάσμα, φάντασμα, ίσκιωμα (σκιά πεθαμένου).
    εκφρ.
    ночная (вечерная) тень; тень ночи – το σούρουπο•
    бросать (кидать) тень на кого-что – αμαυρώνω την αξιοπρέπεια κάποιου•
    навести тень (на плетень, на ясный день) – συσκοτίζω σκόπιμα• θολώνω τα νερά•
    быть (сделать(ся) -ью – α) ακολουθώ κάποιον σαν τη σκιά του.
    || είμαι η σκιά κάποιου (είμαι υποχείριο κάποιου)•
    он тень и голос кого – αυτός είναι σκιά και φερέφωνο κάποιου•
    держаться (быть, стоять) в -и – δε θέλω να φαίνομαι, να επιδείχνομαι• κρατιέμαιστην αφάνεια•
    оставлять в -и что – αφήνω κάτι σκοτεινό (ασαφές, αδιευκρίνιστο)•
    ходить, (идти, следовать) за кем как тень – παρακολουθώ κάποιον άγρυπνα, τον παίρνω στο κοντό, σαν τη σκιά του•
    тень падает на кого-что – αμαυρώνεται η αξιοπρέπεια κάποιου• (одна) тень осталось от кого έγινε σαν το ίσκιωμα (κάτισχνος)•теньи под глазами οιδήματα (σακκουλίτσες)κάτω από τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > тень

  • 4 осанка

    осан||ка
    ж τό ὕφος, ἡ κορμοστασιά / ἡ ἀξιοπρέπεια (величественная).

    Русско-новогреческий словарь > осанка

  • 5 престиж

    престиж
    м τό γόητρο[ν], ἡ ἀξιοπρέπεια, τό κῦρος.

    Русско-новогреческий словарь > престиж

  • 6 непорядочность

    [νιπαργιάντατσναστ'] ουσ. θ. αν αξιοπρέπεια

    Русско-греческий новый словарь > непорядочность

  • 7 непорядочность

    [νιπαργιάντατσναστ'] ουσ θ αν αξιοπρέπεια

    Русско-эллинский словарь > непорядочность

  • 8 выступать

    ρ.δ.
    1. βλ. выступить.
    2. εξέχω, προεξέχω, προέχω, προεκβάλλω, ξέχω, ξεπέχω.
    3. βαδίζω με αξιοπρέπεια, σοβαρότητα.

    Большой русско-греческий словарь > выступать

  • 9 гонор

    -а (-у) α.
    1. (παλ,) τιμή, αξία, αξιοπρέπεια.
    2. έπαρση, αλαζονία, οίηση,υπερφροσΰνη, ξυπασιά.

    Большой русско-греческий словарь > гонор

  • 10 достоинство

    ουδ.
    1. πλεονέκτημα, προτέρημα, αρετή•

    -а и недостатки προτερήματα και ελαττώματα.

    || αξία, σπουδαιότητα.
    2. αξιοπρέπεια•

    считать ниже своего -а θεωρώ κατώτερο της αξιοπρέπειας μου.

    || υπερηφάνεια, αυτοσεβασμός.
    3. αξία, τίμημα•

    монета десятирублвого -а νόμισμα αξίας δέκα ρουβλιών.

    4. παλ. αξίωμα, κοινωνική θέση.
    εκφρ.
    оценить по -у – εκτιμώ κατά την αξία.

    Большой русско-греческий словарь > достоинство

  • 11 достойно

    επίρ.
    1. άξια, επάξια, αντάξια.
    2. με αξιοπρέπεια, αξιοπρεπώς.

    Большой русско-греческий словарь > достойно

  • 12 кавалерский

    επ.
    του καβαλιέρου•

    -ое достоинство η αξιοπρέπεια του καβαλιέρου.

    Большой русско-греческий словарь > кавалерский

  • 13 ниже

    1. συγκρ. β. του επ. низкий κ. του επιρ. низко.
    2. κάτω κατωτέρω•

    ниже истоков κάτω των πηγών.

    3. (για βιβλία κ.τ.τ.) παρακάτω, πιο κάτω, κατωτέρω. || υπό, κάτω•

    колена κάτω από το γόνατο.

    εκφρ.
    ниже достоинства – δεν ταιριάζει, υποτιμά, μειώνει την αξιοπρέπεια•
    ниже нуля – κάτω από το μηδέν.
    σύνδ. συμπλ. (σε αρνητ. προτάσεις)• ακόμα όχι (ούτε).

    Большой русско-греческий словарь > ниже

  • 14 обстоятельность

    θ.
    1. σοβαρότητα, αξιοπρέπεια σύνεση.
    2. εμβρίθεια εμπεριστατωμένη, περίσκεψη.

    Большой русско-греческий словарь > обстоятельность

  • 15 порядочность

    θ.
    αξιοπρέπεια, εντιμότητα, χρηστότητα.

    Большой русско-греческий словарь > порядочность

  • 16 ронять

    -яю, -яешь
    ρ.δ.μ.
    1. χάνω, μου πέφτει χωρίς να αντιληφθώ•

    нести, не -яй πήγαινε το, πρόσεχε μη σου πέσει και το χάσεις.

    || ρίχνω κάτω από απροσεξία.
    2. χαμηλώνω, κατεβάζω, γέρνω•

    ронять голову на подушко γέρνω το κεφάλι στο προσκέφαλο.

    3. μαδιέμαι, φυλλορροώ.
    4. προφέρω, μιλώ τραχιά.
    5. Ρίχνω, μειώνω•

    ронять своё достоинство ρίχνω την αξιοπρέπεια μου.

    εκφρ.
    ронять слёзы – χύνω δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > ронять

  • 17 самолюбие

    ουδ.
    φιλότιμο• εγωισμός•

    болезненное самолюбие αρρωστιάρικος εγωισμός•

    ложное самолюбие ψευτοφιλότιμο•

    щадить чь-л. самолюбие προσέχω μη θίξω το φιλότιμο κάποιου•

    оскорбить чью-л. самолюбие προσβάλλω το φιλότιμο κάποιου.

    || αξιοπρέπεια• ευθυξια.

    Большой русско-греческий словарь > самолюбие

  • 18 соблюдать

    ρ.δ.μ.
    1. τηρώ•

    соблюдать порядок τηρώ την τάξη•

    соблюдать диету τηρώ τη δίαιτα•

    соблюдать законы τηρώ τους νόμους•

    соблюдать приличия τηρώ τους κανόνες καλής συμπεριφοράς (ευπρέπειας).

    2. φυλάγω• προστατεύω•

    соблюдать достоинство κρατώ την αξιοπρέπεια•

    соблюдать интересы государства προστατεύω τα συμφέροντα του κράτους.

    3. παλ. επιβλέπω, επιτηρώ• προσέχω, φροντίζω, μεριμνώ.
    1. τηρούμαι.
    2. φυλάγομαι.
    3. επιβλέπομαι, επιτηρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > соблюдать

  • 19 топтать

    топчу, топчешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топтанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ,δ.μ.
    1. ποδοπατώ, τσαλαπατώ•

    топтать траву ποδοπατώ το χορτάρι.

    || λερώνω με τα πόδια, με τα παπούτσια•

    топтать пол πατώντας λερώνω το πάτωμα.

    || (για υποδήματα) στραβοπατώ. || βαδίζω.
    2. πατώ•

    раненых -ли конями τους τραυματίες τους πατούσαν με τα άλογα.

    || μτφ. διαρπάζω, λεηλατώ.
    3. πιέζω, θλίβω•

    топтать виноград πατώ τα σταφύλια.

    || ανακατεύω•

    топтать глину πατώ τον πηλό.

    4. βλ. спариться:
    εκφρ.
    топтать в грязи – κυλώ στο βούρκο• κατασυκοφαντώ• ποδοπατώ την αξιοπρέπεια, ξευτελίζω, κουρελιάζω, ρεζιλεύω•
    топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω).
    1. ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι. || λερώνομαι με το ποδοπάτημα.
    2. (για υποδήματα) στραβοπατιέμαι.
    3. πιέζομαι, θλίβομαι.
    4. κάνω βήμα σημειωτό. || στριφογυρίζω στο ίδιο μέρος.
    5. είμαι, βρίσκομαι. || παρευρίσκομαι.
    εκφρ.
    топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω, δεν αναπτύσσομαι).

    Большой русско-греческий словарь > топтать

  • 20 унижать

    ρ.δ.
    1. ταπεινώνω, ξευτελίζω• εκφαυλίζω•

    унижать гордых ταπεινώνω τους περήφανους•

    пьянство -ает человека το μεθύσι ξευτελίζει τον άνθρωπο.

    2. θίγω, προσβάλλω•

    унижать чужое достоинство θίγω την αξιοπρέπεια του άλλου•

    унижать честь кого-н. θίγω την τιμή κάποιου.

    ταπεινώνομαι, ξευτελίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > унижать

См. также в других словарях:

  • αξιοπρέπεια — η (Μ ἀξιοπρέπεια) ευγένεια ήθους, ευπρεπής συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • αξιοπρέπεια — η ευγένεια στο ήθος, περηφάνια που συνοδεύεται από σοβαρότητα: Επιβαλλόταν με την αξιοπρέπειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek — (Νέα) Eλληνικά (Nea) Elliniká Spoken in   …   Wikipedia

  • XeTeX — Entwickler Jonathan Kew Aktuelle Version 0.9997.4 (September 2010) Betriebssystem …   Deutsch Wikipedia

  • Grec Moderne — Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre méridionale, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région …   Wikipédia en Français

  • Grec moderne — Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région …   Wikipédia en Français

  • Romaïque — Grec moderne Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre méridionale, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»